- ὀλεσίθηρ
- ὀλεσί-θηρ [pron. full] [ῐ], ηρος, ὁ, ἡ,A beast-slaying, ὀλεσίθηρος ὠλένας, of Cadmus, E.Ph.664(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολεσίθηρ — ὀλεσίθηρ, ῆρος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Κάδμο) αυτός που εξολοθρεύει, που φονεύει τα θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + θήρ, θηρός, πρβλ. μιξό θηρ] … Dictionary of Greek
ὀλεσίθηρος — ὀλεσίθηρ beast slaying masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)